ελαιόχρωμα

ελαιόχρωμα
το, -ατος
χρώμα που γίνεται από ανάμειξη λαδιού με χρωστικές ουσίες και ένα διαλύτη, η λαδομπογιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ελαιόχρωμα — το χρώμα που παρασκευάζεται με ανάμιξη λαδιού και χρωστικής ουσίας, κν. λαδομπογιά αποτελείται από ξηραινόμενα έλαια, οργανικά και ανόργανα χρώματα αδιάλυτα στο νερό και ένα διαλύτη το πιο συνηθισμένο ξηραινόμενο έλαιο είναι το λινέλαιο και ως… …   Dictionary of Greek

  • τέμπερα — Ζωγραφική τεχνική, που χρησιμοποιεί ως συγκολλητική ουσία των χρωμάτων όχι το λάδι, αλλά άλλες ουσίες, όπως το αβγό, τη ζωική κόλλα, τη γόμα, το γάλα και το κερί λιωμένο μέσα σε νέφτι. Τα αρχαιότερα δείγματα είναι μερικές διακοσμήσεις ετρουσκικών …   Dictionary of Greek

  • ελαιοβαφή — η βαφή με ελαιόχρωμα, με λαδομπογιά …   Dictionary of Greek

  • ελαιογραφία — Τεχνική της ζωγραφικής που διαδόθηκε από τον 15o αι. και έχει επικρατήσει έως τη σύγχρονη εποχή. Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο πότε και πού πρωτοεμφανίστηκε. Ο Βαζάρι αποδίδει την ε. στον Γιαν Βαν Άικ και υποστηρίζει ότι ήταν ο πρώτος ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • ελαιοχρωματίζω — χρωματίζω με ελαιόχρωμα, με λαδομπογιά, λαδομπογιατίζω …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • ημίλεμβος — η ναυτ. ξύλινο πλωτό κατασκεύασμα με λεπτό και ελαφρό σκελετό και με επένδυση από πανί βαμμένο με ελαιόχρωμα, που έχει σχήμα μισής λέμβου και χρησιμοποιείται για την κατασκευή γεφυρών …   Dictionary of Greek

  • λαδομπογιά — η 1. πυκυή βαφή που παρασκευάζεται με ανάμιξη λαδιού λινελαίου και χρωστικής ουσίας, ελαιόχρωμα 2. συνεκδ. ελαιογραφία, ζωγραφικός πίνακας φιλοτεχνημένος με ελαιοχρώματα …   Dictionary of Greek

  • μπογιάτισμα — και μπογιάντισμα, το [μπογιατίζω] 1. το βάψιμο με ελαιόχρωμα ή με υδρόχρωμα 2. η στίλβωση υποδημάτων, το βερνίκωμα …   Dictionary of Greek

  • πάλαξις — πάλαξις, ἡ (Α) [παλάσσω (Ι)] 1. η μόλυνση 2. η επάλειψη αχρωμάτιστης επιφάνειας με ελαιόχρωμα για πρώτη φορά, το αστάρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”